ανυψώνω — ανυψώνω, ανύψωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανυψώνω — (Α ἀνυψῶ, όω) 1. σηκώνω ψηλά 2. εξυψώνω ηθικά … Dictionary of Greek
ιδανικεύω — ανυψώνω κάτι σε ιδανική μορφή, αποδίδω σε κάτι ιδανική υπόσταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδανικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο περιοδικό Νέα Πανδώρα από τον Π. Βράιλα Αρμένη] … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
κορυφώνω — (ΑM κορυφῶ, όω) [κορυφή] 1. ανυψώνω κάτι ώστε να σχηματίσει κορυφή («κορυφοῡν τὴν περὶ τὰ πρέμνα γῆν προσήκει», Γεωπ.) 2. ανυψώνω κάποιον ή κάτι στον ανώτατο βαθμό, στο ύψιστο σημείο 3. (συν. το μέσ. και το παθ.) κορυφώνομαι, κορυφοῡμαι, όομαι… … Dictionary of Greek
παροχλίζω — Μ μετακινώ ή ανυψώνω χρησιμοποιώντας μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλίζω «κινώ με μοχλό, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek
προσανατείνω — Α 1. τεντώνω κάτι με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη 2. σηκώνω προς τα πάνω, ανυψώνω («προσανατείνειν τὴν κεφαλὴν καὶ τὰς χεῑρας εἰς οὐρανόν», Κλήμ. Αλ.) 3. (μέσ. και παθ.) προσανατείνομαι α) επισείω ως επί πλέον φόβητρο («παρῆν εἰς Ἀχαΐαν… … Dictionary of Greek
προσανεγείρω — Μ 1. ανεγείρω κάτι επιπροσθέτως 2. εγείρω, ανυψώνω («τό... πέλαγος... κύματα μακρά... προσανεγεῑρον τοῑς πλέουσιν», Κ. Πορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνεγείρω «ανυψώνω, χτίζω, οικοδομώ»] … Dictionary of Greek
σηκώνω — ΝΜ 1. υψώνω, μετακινώ από κάτω προς τα πάνω (α. «είχε πέσει κάτω και τό σήκωσα» β. «σηκώνω τὸ πινάκιν μου καὶ βλέπω τὸ σκουτέλιν», Θ. Πρόδρ.) νεοελλ. 1. καλώ ή αναγκάζω κάποιον καθιστό να αφήσει τη θέση του και να σταθεί όρθιος («τόν σήκωσα από… … Dictionary of Greek
συνεκκουφίζω — Μ σηκώνω, ανυψώνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκουφίζω «σηκώνω, ανυψώνω»] … Dictionary of Greek